τριμίσκον

τριμίσκον
Α
(κατά τον Ησύχ.) (στους Ασπενδίους) «ἱμάτιον».
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για εσφ. γρφ. αντί τριμιτίσκος< τρίμιτος + υποκορ. κατάλ. -ίσκος (πρβλ. ἀστερ-ίσκος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • Pamphylian Greek — Pamphylian is a little attested and isolated dialect of Ancient Greek which was spoken in Pamphylia, on the southern coast of Asia Minor. Its origins and relation to other Greek dialects are uncertain. A number of scholars have distinguished in… …   Wikipedia

  • μίτος — ο (ΑΜ μίτος) 1. νήμα, κλωστή 2. (στην υφαντική) η κλωστή τού στημονιού νεοελλ. φρ. α) «ο μίτος τής Αριάδνης» μέσο για ανακάλυψη διεξόδου από δυσχερή και περίπλοκη κατάσταση β) «ο μίτος τών ιδεών» ο ειρμός τών σκέψεων, το ξετύλιγμα, το νήμα, η… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”